Ο πύθωνας
Στο χωριό εκείνη την εποχή, είχε εισβάλει ένας πύθωνας τρία μέτρα μακρύς. Ήσυχα και νυσταγμένα, είχε σύρει το κορμί του ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο μέχρι την πλατεία, είχε κουλουριαστεί άφοβα κάτω από τον μεγάλο πλάτανο και είχε αποκοιμηθεί.
Το νέο είχε φτάσει στην πλατεία πριν από το φίδι. Κάποιοι και μόνο στην σκέψη του τεράστιου φιδιού πάγωσαν, άλλοι γέλασαν γιατί δεν το πίστεψαν και συνέχισαν να πίνουν τον καφέ τους σαν να μην συνέβαινε τίποτα, ενώ κάποιοι άλλοι, χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξαν να κρυφτούν στα σπίτια τους για να σωθούν. Όταν όμως ακούστηκε το σούρσιμο της κρύας κοιλιάς του στον χωμάτινο δρόμο και το είδαν να ξεπροβάλει από την στροφή του δρόμου, κατάλαβαν ότι ήταν πια αργά για να φύγουν. Με αργές κινήσεις, προσπαθώντας να μην το προκαλέσουν, ξάκρισαν τα τραπέζια και τις καρέκλες, για να αφήσουν το φίδι ανενόχλητο να ξεκουραστεί, και μετά μουδιασμένα, σχεδόν υπνωτισμένα πήγαν στον ιερέα για να τους ερμηνεύσει τι σήμαινε όλο αυτό. Τα είχαν χαμένα, ήθελαν κάποιος να τους πει τι έπρεπε να κάνουν.
Όταν αργότερα, εκείνοι που είχαν κρυφτεί στα σπίτια τους έμαθαν ότι το χωρίο είχε ζητήσει την βοήθεια του θεού, έλεγαν, χωρίς βέβαια να μπορέσουν ποτέ να το επιβεβαιώσουν, ότι πρώτοι εκείνοι είχαν γονατίσει στα εικονίσματα κάνοντας μεγαλοσταυρούς για να τραβήξουν την προσοχή του παντοδύναμου.
Είναι καλός οιωνός, είχε πει ο ιερέας με το που άκουσε το νέο. Χρησιμοποιώντας τον πρώτο κανόνα που του είχαν διδάξει στη σχολή οι μεγαλύτεροι ιερείς. Όταν θα έρχονται να σε ρωτήσουν κάτι, είχαν πει, εσύ πρέπει να ξέρεις, δεν έχει σημασία αν πραγματικά ξέρεις ή όχι. Θυμήσου, δεν ενδιαφέρει κανέναν τι έχεις στο μυαλό σου, πρέπει να πάρεις γρήγορα μια απόφαση. Όσο δύσκολη και να είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι πάντα εύκολη, πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στο καλό και στο κακό, αυτό είναι το ερώτημα του ανθρώπου, του είχαν πει. Το πως και το πότε θα άλλαζε η άποψή του για οποιοδήποτε θέμα, από καλό σε κακό του το έμαθαν αργότερα. Και μην ξεχνάς, του είπαν, το καλό και το κακό θα το διαβάσεις κάθε φορά στα βλέμματα αυτών που σε ρωτάνε. Αυτοί ξέρουν την απάντηση από την αρχή, απλά θέλουν να τους την πεις εσύ, να ακολουθήσουν κάποιον.
Έτσι είχε κάνει, είχε διαβάσει στα μάτια του κόσμου την ανάγκη να σεβαστούν κάτι που φοβούνταν, την ανάγκη τους να μπουν υπό την προστασία του, και είχε διαλέξει γρήγορα το κάλο.
Ο ιερέας ήταν νέος στο επάγγελμα, παρ΄ όλα αυτά σε εκείνη την πρώτη δύσκολη περίσταση είχε φανεί παλληκάρι. Όταν τον κάλεσαν μπήκε μπροστά από όλους με θάρρος, πλησίασε το κουλουριασμένο ζώο σταθερά, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και ευχαρίστησε τον Θεό που τους αξίωσε με ένα τέτοιο σημάδι. Μετά, γυρνώντας προς τους χωρικούς είπε ότι κάθε τρεις μέρες έπρεπε να του φέρνουν ένα μικρό ζώο θυσία για να εξευμενίζουν το θεόσταλτο δώρο. Τότε, είχε σκεφτεί τον κανόνα νούμερο δύο, χρησιμοποίησε την λογική σου, του είχαν πει. Έτσι σκέφτηκε ότι, αν ο πύθωνας τρεφόταν αρκετά δεν θα υπήρχε κίνδυνος για κανένα, και θα ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Αυτά είπε ο ιερέας, ενώ κανείς δεν είχε καταλάβει τον ιδρώτα που έσταζε από όλο του το σώμα και έτρεχε από τους μηρούς του μέσα στα παπούτσια του. Μόνο κάτι παιδιά τον κοίταξαν παράξενα όταν έκανε να φύγει, από τον παφλασμό που ακουγόταν σε κάθε βήμα του. Και παρ' ότι είχε την πλάτη του γυρισμένη στο τεράστιο φίδι, ένοιωσε ότι ο παφλασμός των παπουτσιών του έφερνε ρίγη στο ζώο. Τότε σαν να του ήρθε μια θεόσταλτη εντολή, διέταξε να του φέρουν μια μεγάλη πήλινη γαβάθα με νερό, την ευλόγησε με βασιλικό που έκοψε από μια γλάστρα, και την άφησε με ευλάβεια κάτω από το δένδρο. Το ζώο ήθελε νερό, πρόσθεσε ο ιερέας, και έφυγε οριστικά.
Ξεκινώντας από την ίδια κιόλας μέρα, χωρίς να πουν ποτέ τίποτα μεταξύ τους, όλοι οι χωρικοί, λες και είχαν συνεννοηθεί, άρχισαν να κλειδώνουν τις πόρτες και τα παράθυρα κρατώντας τον καθαρό αέρα και τον ήλιο έξω από τα σπίτια τους. Όσο για τα παιδιά από εκείνη την ημέρα και μετά τους απαγορεύτηκε να παίζουν έξω, όπως έκαναν μέχρι τότε.
Μόνο τα βράδια, τα ζευγάρια όταν μιλούσαν μεταξύ τους έλεγαν πόσο είχαν φανεί απρόσεκτοι μέχρι τότε και τα άφηναν όλα ανοιχτά και ελεύθερα ενώ υπήρχε τέτοιος κίνδυνος τόσο κοντά τους. Απλά δεν τον ήξεραν, έλεγαν ο ένας στον άλλον, ενώ τώρα ένοιωθαν ασφάλεια.
Καθώς περνούσαν οι μήνες, κάποιοι τολμηροί άρχισαν να βάζουν τις καρέκλες τις πλατείας πάλι στη θέση τους. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Έκαναν, ότι το τρομερό ζώο δεν υπήρχε, ακόμα και όταν του έφερναν την τροφή του, δεν άλλαζαν θέση, δεν του έδιναν σημασία, δεν άκουγαν τις κραυγές του μικρού ζώου, που θυσιαζόταν. Μόνο τα μικρά παιδιά σφίγγονταν στο στήθος της μάνας τους. Τα μεγαλύτερα ήξεραν και δεν φοβούνταν, ή δεν το έδειχναν όπως έκαναν όλοι άλλωστε. Όλα κυλούσαν ρολόι.
Όπως όλοι, έτσι είχε κάνει και ο γιος του βουνού. Δεν είχε πει τίποτα, είχε δεχτεί τα πάντα, και με ανακούφιση. Έτσι την θυμόταν αυτήν την ιστορία και έτσι θα την διηγόταν αργότερα στους φίλους του.
Δεν μπορούσε όμως να θυμηθεί τι είχε πει το βουνό για αυτό το γεγονός. Ίσως και να είχε γίνει αφού χάθηκε, σκέφτόταν, όπως και πολλά άλλα που δεν του άρεσαν αλλά ούτε και για αυτά είχε πει τίποτα.
Δεν άργησε όμως να έρθει η ώρα που ανατράπηκαν όλα.
Ήταν σχεδόν ένας χρόνος που ο πύθωνας ζούσε κάτω από τον πλάτανο στην πλατεία του χωριού. Εκείνο το απόγευμα το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας με εφτά παιδιά, τεσσάρων χρονών, αγόρι, δεν είχε γυρίσει στο σπίτι, και η μάνα του είχε βγεί στους δρόμους να το φωνάζει. Ο πατέρας του έλειπε στο γειτονικό χωριό, δύο μέρες δρόμο, να φέρει αλάτι, και θα επέστρεφε σε λίγες μέρες. Εκείνη την ώρα η άτυχη μάνα δεν είχε συναντήσει κανένα στον δρόμο. Όλοι είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους και είχαν κλειδώσει πόρτες και παράθυρα. Άκουγαν την γυναίκα και συνέχιζαν τις δουλειές τους, οι γυναίκες έστρωναν τραπέζια και σέρβιραν, οι άνδρες κάθονταν να ξεκουραστούν από την δύσκολη ημέρα στα χωράφια και τα παιδιά μαρμαρωμένα κοιτούσαν τους γονείς τους στα χείλια και περίμεναν να ακούσουν αν θα πουν κάτι, ενώ στο στομάχι τους στριφογύριζε η φωνή της γυναίκας και δεν τους άφηνε να ακουμπήσουν το φαγητό.
Είχε νυχτώσει και ακουγόταν ακόμα η φωνή της μάνας που φώναζε τον γιό της. Πρώτα άνοιξε, έτσι είχαν πει αργότερα, την πόρτα του σπιτιού της μια γυναίκα που δεν ήταν και τόσο καλά στα μυαλά της. Έτρεξε πίσω της και άρχισαν να φωνάζουν μαζί. Μετά, άρχισαν να κλαίνε τα μωρά, πρώτα εκείνα που δεν είχαν κοιμηθεί και μετά εκείνα που κοιμούνταν, και έτσι ένωσαν το κλάμα τους με τις φωνές των γυναικών που τρύπαγαν την ησυχία του απόβραδου. Σιγά σιγά είχε βγεί όλο το χωριό στους δρόμους να ψάξουν για τον μικρό. Η ώρα περνούσε αλλά ο μικρός ήταν άφαντος.
Τότε, έτσι χωρίς να πουν κάτι, μαζεύτηκαν γύρω από το τρομερό ζώο. Είχε φάει κάτι και η κοιλιά του ήταν πρησμένη, ενώ έμοιαζε ότι είχε πέσει σε λήθαργο. Η μάνα απαρηγόρητη χτυπιόταν και ούρλιαζε κατάρες σε μια γωνία.
Ο παπάς που ήταν μέσα στο πλήθος, σκέφτηκε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να αλλάξει γνώμη για το φίδι. Στάθηκε μπροστά από όλους και έδωσε την εντολή να το αποκεφαλίσουν. Θάνατος στο αμαρτωλό ζώο, ούρλιαξε, και το πλήθος με τσεκούρια και μαχαίρια, ξεκοίλιασε το τέρας. Ακόμα απορεί, ο γιός του βουνού, πως μετατράπηκαν σε φονικά όπλα τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι ειρηνικοί χωρικοί στην καθημερινότητά τους.
Τελικά το φίδι είχε φάει την προηγούμενη μέρα ένα κατσικάκι που μάλλον του είχε πέσει βαρύ και δεν είχε καταφέρει ακόμα να χωνέψει.
Το παιδί βρέθηκε την επομένη να κοιμάται του καλού καιρού στην αγκαλιά της κουφής θείας του, που ζούσε στην άκρη του χωριού, και δεν είχε καταλάβει τίποτα από όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ.
Από τότε, για το φίδι δεν μίλησαν ποτέ ξανά.
Την επομένη, καθάρισαν την πλατεία, έδωσαν τα κομμάτια του φιδιού στα σκυλιά, και έβαλαν πάλι τις καρέκλες και τα τραπέζια στη θέση τους. Έτσι όλα γύρισαν πάλι όπως ήταν. Οι πόρτες και τα παράθυρα έμεναν ανοιχτά, ανάλογα με τις εποχές, και τα παιδιά έπαιζαν κάθε μέρα αμέριμνα στους δρόμους μέχρι το σούρουπο.
Ούτε και τότε είχε δώσει σημασία στα σημάδια ο γιός του βουνού και είχε παραμείνει στο χωριό. Θα έφευγε αργότερα για άλλο λόγο. Αλλά τα γεγονότα που είχαν ακολουθήσει τον χαμό του βουνού θα τα θυμόταν όλη του την ζωή, και θα τα σκεφτόταν μέχρι επιτέλους να καταλάβει. Να καταλάβει τον εαυτό του.
Αυτή την ιστορία με τον πύθωνα την συνδέει συνήθως με την εποχή που χάθηκε το βουνό. Αν και δεν μπορεί να πει με σιγουριά πια αν είχε προηγηθεί ή αν είχε συμβεί μετά από εκείνη την ημέρα.
Εκείνη την ημέρα όμως τη θυμάται πολύ καλά. Θυμάται το φώς που είχε ανατείλει και που, ενώ ετοιμαζόταν, άρχισε να μπαίνει στο σπίτι και να το καθαρίζει από την υγρασία της νύχτας, έχει ακόμα την μυρωδιά της στα ρουθούνια του.
Εκείνη του είχε πει να μην φύγει, να μείνει κοντά της, τον είχε παρακαλέσει, όχι τόσο με τα λόγια όσο με το βλέμμα. Εκείνος όμως θεώρησε ότι τα ήξερε εκείνα τα δυο μάτια που του μιλούσαν σιωπηλά, κάθε μέρα τα έβλεπε από τότε που θυμάται τον εαυτό του, και έτσι δεν τους έδωσε τον χρόνο να τα κοιτάξει και της είχε πει ότι θα προσπαθήσει να γυρίσει νωρίς το βράδυ και την αποχαιρέτησε.
Είχε πάρει τον δρόμο για την πλευρά του λόφου που κοιτούσε την θάλασσα. Είχε διαλέξει αυτή την διαδρομή γιατί την αγαπούσε. Παρ΄ ότι είχε μεγαλώσει στο βουνό, του άρεσε να στέκεται στην στροφή του δρόμου και να θαυμάζει το ζεστό διάφανο μπλέ της. Από μακριά βέβαια, γιατί δεν είχε ακόμα νοιώσει το αγκάλιασμά της, αυτό θα το μάθαινε αργότερα. Έβγαλε ένα χαρτί και τράβηξε μια γραμμή, από κάτω ονειρεύτηκε ότι ζωγράφισε την θάλασσα και από πάνω το καθαρό γαλάζιο του ουρανού. Αν και μικρός ήξερε τι ήθελε να κάνει την υπόλοιπη ζωή του, θα γινόταν ζωγράφος.
Ξαφνικά η σκιά ενός γερακιού διέσχισε τον δρόμο αργά, περήφανα, με σιγουριά, ακολουθώντας μια ρότα που φαινόταν ότι την γνώριζε καλά. Έμοιαζε σχεδόν ότι πατούσε στη γη ή μάλλον ότι γλιστρούσε πάνω στο δρόμο επιδεικτικά, σαν κάτι να ήθελε να του πει. Και εκείνος κατάλαβε, όχι με το μυαλό, όχι με την σκέψη, αλλά με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις του. Προτίμησε όμως να συνεχίσει το περπάτημά του και να πάει εκεί που είχε προγραμματίσει.
Όταν γύρισε το βράδυ στο σπίτι, το βουνό δεν υπήρχε πια.